- φάλαρ(α)
- φάλαρ(α): burnished plates of metal, rising above the helmet, Il. 16.106†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Φάλαρ' — Φάλαρι , Φάλαρις fem voc sg Φάλαρε , Φάλαρος having a patch of white masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάλαρ' — φάλαρα , φάλαρα neut nom/voc/acc pl φάλαρα , φάλαρον boss neut nom/voc/acc pl φάλᾱρα , φάλαρος having a patch of white neut nom/voc/acc pl φάλᾱρε , φάλαρος having a patch of white masc voc sg φάλᾱραι , φάλαρος having a patch of white fem… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταπιστεύω — (AM) 1. πιστεύω πολύ, έχω τυφλή πίστη σε κάποιον, έχω πεποίθηση σε κάποιον ή σε κάτι («καταπιστεύω ταῑς ἰδίαις δυνάμεσι», Πολ.) 2. εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον 3. φρ. α) «καταπιστεύομαι ὑπό τινος» ή «καταπιστεύομαι τινί» μέ εμπιστεύεται κάποιος,… … Dictionary of Greek